- ἐκλύσῃς
- ἐκλύ̱σῃς , ἐκλύωset freeaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отърѣшати — ОТЪРѢША|ТИ (4*), Ю, ѤТЬ гл. 1.Отвязывать, развязывать: въсхожаше ст҃ыи ѹаръ. ѿрѣша˫а тѣхъ [узников] ѿ ѹзъ. ПрЛ 1282, 58а; завѧзана ѹжа не ѿрѣшаи. МПр XIV2, 230; что же възвуза сапожна˫а. е˫аже не ѿрѣшаеши кр(с)тѧ. iс(с)а. (οὐ λύεις) ГБ к. XIV,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ηρωδιανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Δάσκαλος της ρητορικής (2ος αι. π.Χ.). Ήταν συγγραφέας της πραγματείας Περί σχημάτων. Το έργο εκδόθηκε από τον Σπένγκελ στη συλλογή Έλληνες ρήτορες, χωρισμένο σε τρία άνισα μέρη. Στο πρώτο γίνεται λόγος για τα εν… … Dictionary of Greek
Κατζ, Μπέρναρντ — (Sir Bernard Katz, Λειψία, Γερμανία 1911 –). Άγγλος βιοφυσικός, γερμανικής καταγωγής. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Λειψίας και αμέσως μετά ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου, όπου ολοκλήρωσε τη διδακτορική του … Dictionary of Greek
Κιπ, Πέτρους Γιάκομπους — (Petrus Jacobus Kipp, Ουτρέχτη 1808 – 1864). Ολλανδός χημικός. Το 1830 άνοιξε μια επιχείρηση εργαστηριακών συσκευών και χημικών στο Ντελφ. Το 1844 επινόησε μια γυάλινη συσκευή για την παραγωγή αερίων στο εργαστήριο, η οποία χρησιμοποιείται εν… … Dictionary of Greek
πετρώματα — Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι ορυκτολογικές συγκεντρώσεις, που αποτελούν βασικά τμήματα της λιθόσφαιρας (γήινος φλοιός)· τα π. έχουν σχηματιστεί γενικά από τη συνένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών ορυκτών· υπάρχουν βέβαια και… … Dictionary of Greek